- ανασπάζομαι
- μετ. благоговейно целовать, прикладываться (к иконе и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανασπάζομαι — (Μ ἀνασπάζομαι) φιλώ, ασπάζομαι (ιερή εικόνα ή λείψανο) … Dictionary of Greek
ανασπάζομαι — άστηκα, ασπάζομαι με ευλάβεια και σεβασμό (εικόνα, νεκρό κτλ.): Όταν τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, όλοι οι χωριανοί πέρασαν κι ανασπάστηκαν το νεκρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάσπασμα — (I) το (Μ ἀνάσπασμα) [ανασπώ] το ξεριζωμένο φυτό νεοελλ. το ξερίζωμα φυτού μετά τη συγκομιδή του καρπού του. (II) το [ανασπάζομαι] ο ασπασμός ιερού λειψάνου, εικόνας, νεκρού, του χεριού κληρικού … Dictionary of Greek